ἐξετάζεις

ἐξετάζεις
ἐξετάζω
examine well
pres ind act 2nd sg
ἐξετάζω
examine well
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • (ε)ξετάζω — εξέτασα, εξετάστηκα, εξετασμένος, μτβ. 1. βλέπω κάτι με προσοχή, ερευνώ προσεκτικά για ανακάλυψη της αλήθειας, ελέγχω κάτι για να το γνωρίσω ή να το καταλάβω καλά: Εξετάζω το καινούριο μηχάνημα. 2. (για δασκάλους), προσπαθώ με γραπτή ή προφορική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”